- μαλακοψυχέω
- V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 6,17to be faint-hearted, to be cowardly; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μαλακοψυχήσαντας — μαλακοψυχέω to be cowardly aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)